- ἐπιβιβάσκω
- ἐπιβιβ-άσκω, = foreg.,A put the male to the female, Arist.HA573b1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιβιβάσκω — ἐπιβιβάσκω (Α) ανεβάζω το αρσενικό ζώο πάνω στο θηλυκό για οχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βιβάσκω (< βιβά ζω + επίθημα σκω)] … Dictionary of Greek